διφθέρα

διφθέρα
I
Το κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιούσαν για γραφή οι αρχαίοι Έλληνες, αλλά και το δερμάτινο ένδυμα των πιο φτωχών, αγροτών ή βοσκών, που κάλυπτε και το κεφάλι. Κατά τον Ηρόδοτο, οι Ίωνες ονόμαζαν δ. τα βιβλία από πάπυρο, επειδή παλαιότερα, όταν οι πάπυροι ήταν σπάνιοι, μεταχειρίζονταν δ. από κατσίκες και πρόβατα. Βελτίωση της δ. αποτελεί η περγαμηνή.
II
(Ζωολ.). Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων της οικογένειας των νυκτιδών. Στο στάδιο των ψυχών (πεταλούδων) τα έντομα είναι νυκτόβια και εμφανίζονται κατά τον Μάιο, ενώ στο στάδιο της κάμπιας ζουν στις οξιές και εμφανίζονται τον Αύγουστο. Έχουν μακριά και δυνατή προβοσκίδα, κίτρινη κοιλιά με μαύρα στίγματα στην πάνω επιφάνεια και πράσινα φτερά με μαύρες και άσπρες διακοσμήσεις. Τα κυριότερα είδη είναι η δ. η εξαπατώσα που συναντάται στη Γαλλία και η δ. ο ωρίων. Η τελευταία είναι συνηθισμένη στη νότια Ευρώπη, ζει στις οξιές και εκκολάπτεται τον Μάιο, ενώ είναι γνωστή και με την κοινή ονομασία απριλιάτικη.
* * *
η (AM διφθέρα)
1. δέρμα κατεργασμένο
2. κατεργασμένο δέρμα που χρησιμοποιείται για γραφή
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἀπὸ διφθέρας ἀναγινώσκειν»
(για τους κληρικούς) προτροπή να διαβάζουν τις ευχές και να ψάλλουν κοιτάζοντας το κείμενο προς αποφυγή σφαλμάτων και παραλείψεων
νεοελλ.
λεπιδόπτερο τής οικογένειας τών νυκτιιδών
αρχ.
1. οτιδήποτε φτιαγμένο από κατεργασμένο δέρμα
2. δέρμα κατσίκας σε αντίθεση με τη μηλωτή (δέρμα προβάτου)
3. επενδύτης, κάπα
4. σάκος δερμάτινος
5. στον πληθ. δέρματα που χρησίμευαν ως σκηνές
6. φρ. «διφθέραι χαλκαῑ» — χάλκινες δέλτοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφθέρα συνδέθηκε με τα δέψω, δέφω* (< *διψτέρα) με κώφωση τού -ε- σε -ι-. Δεν είναι γνωστός ο σχηματισμός τής λέξεως. Πιθανό να πρόκειται για παρεκτεταμένο τ. σε -- ενός ουδετέρου σε -(τ)αρ (πρβλ. ίκταρ, νέκταρ κ.ά.) κατά το ημέρα, ήμαρ.
ΠΑΡ. αρχ. διφθερίας, διφθέρινος, διφθερίς, διφθερίτις, διφθερούμαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. διφθεροπώλης
νεοελλ.
διφθεροποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διφθέρα — διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc/acc dual διφθέρᾱ , διφθέρα prepared hide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέρᾳ — διφθέραι , διφθέρα prepared hide fem nom/voc pl διφθέρᾱͅ , διφθέρα prepared hide fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέρα — η κατεργασμένο δέρμα στο οποίο έγραφαν, περγαμηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διφθέρας — διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem acc pl διφθέρᾱς , διφθέρα prepared hide fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραι — διφθέρα prepared hide fem nom/voc pl διφθέρᾱͅ , διφθέρα prepared hide fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραν — διφθέρᾱν , διφθέρα prepared hide fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Кожа —    • Διφθέρα,          см. Vestimenta, Одежда, 5 …   Реальный словарь классических древностей

  • διφθερέων — διφθέρα prepared hide fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθερῶν — διφθέρα prepared hide fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διφθέραις — διφθέρα prepared hide fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”